- επίληπτος
- ἐπίληπτος και ιων. τ. ἐπίλαμπτος, -ον (Α) [επιλαμβάνω]1. αυτός που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω («καὶ πῶς ἐπίληπτος ᾑρέθη», Σοφ.)2. αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος3. ανίκανος, ανίσχυρος4. αυτός που πάσχει από επιληψία.
Dictionary of Greek. 2013.